πνιγμοῦ

πνιγμοῦ
πνιγμός
choking
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποπνίγω — (AM ἀποπνίγω) πνίγω, στραγγαλίζω αρχ. 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον, τον κάνω να πνιγεί από οργή 2. κάνω κάποιον να σκάσει από τη δυσοσμία 3. (για φυτά) περιβάλλω, περισφίγγω μέχρι πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • γανιάζω — (I) και γκανιάζω και κανιάζω [γάνια] κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε τό παιδί να κλαίει»). (II) [γανιά] 1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω 2. λερώνω, βρομίζω κάτι 3. χάνω την καθαρότητά μου… …   Dictionary of Greek

  • μπουλντόγκ — (bulldog). Ράτσα σκύλου αγγλικής καταγωγής, που χρησιμοποιείται ως φύλακας. Μέχρι τα μέσα του 19ου αι. το χρησιμοποιούσαν στους αγγλικούς στίβους για τους αγώνες κατά των ταύρων (από αυτό προήλθε και το όνομά του bull = ταύρος, dog = σκύλος). Το… …   Dictionary of Greek

  • πνίγμα — ίγματος, τὸ, Α [πνίγω] το αίσθημα τού πνιγμού, τής ασφυξίας («βήξ... μετ ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῡ», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πνιγαλίων — ωνος, ὁ, ΜΑ [πνίγω] εφιάλτης που δημιουργείται από την αίσθηση τού πνιγμού κατά την διάρκεια τού ύπνου, αιφνίδια στενοχώρια και αγωνία που προκαλεί μεγάλο βάρος πάνω στο στήθος («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν ἴσως ἀπὸ τοῡ πνίγειν»,… …   Dictionary of Greek

  • πνιγμοσύνη — ἡ, ΜΑ [πνιγμός] πνιγμός, αίσθημα πνιγμού …   Dictionary of Greek

  • Ευρύλοχος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύντροφος και γυναικάδελφος του Οδυσσέα. Ήταν ο μοναδικός που πρόλαβε και δεν μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη. Συμβούλευσε όμως για τη σφαγή των ιερών βοδιών του Ηλίου και έτσι έγινε ο αίτιος του θανάτου του… …   Dictionary of Greek

  • Κουίνκ, οίδημα του- ή αγγειονευρωτικό οίδημα — Περιγεγραμμένο οίδημα του δέρματος και των βλεννογόνων, συγγενές προς την κνίδωση, το οποίο χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εμφάνιση, μεγάλη επέκταση και ελαφρώς ερυθρωπή χροιά. Η προσβολή του οιδήματος μπορεί να διαρκέσει για μικρό χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”